- Μαλακούς
- Μαλακόςsoftmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλακούς — μαλακός soft masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
εκχύμωση — Διασκόρπιση αίματος στους μαλακούς ιστούς του σώματος, με αιτία το χτύπημα ή την πίεση από αμβλύ όργανο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στην πορεία νόσου με αιμορραγική διάθεση, καθώς και έπειτα από ασφυξία ή κατάψυξη. Η ε. έχει αρχικά χρώμα… … Dictionary of Greek
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek
περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες … Dictionary of Greek
προσπνέω — ΜΑ, και ποιητ. τ. προσπνείω Α (μτβ.) πνέω πάνω σε κάτι, εμπνέω («πᾱσιν δ ἥπιος ἥδε βροτοῑς μαλακούς... ἔρωτας προσπνέει», Θεόκρ.) αρχ. 1. γραμμ. προφέρω ή γράφω μια λέξη με δασεία 2. (αμτβ.) πνέω, φυσώ («εὐθὺς ἡμῑν ἀπ αὐτοῡ τοῡ τεμένους… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σπογγία — η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. σπογγιά και ιων. τ. σπογγιή Α νεοελλ. ζωολ. γένος δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό είδος το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
φωλάς — άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Ν ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν… … Dictionary of Greek